Η γιαγιά μου η Σάβη.
Η γιαγιά μου η
Σάβη.
Η γιαγιά μου ήταν
πολύ όμορφη.
Η γιαγιά μου είχε
πολύ ωραία φωνή. Της άρεσε να τραγουδάει όταν έκανε δουλειές, μαγείρευε,
άπλωνε, και πάντα μας τραγουδούσε.
Η γιαγιά μου ήταν
η ωραία του χωριού. Ψηλώνω λίγο παραπάνω όποτε το ακούω. Από γυναίκες της
ηλικίας της που θαύμαζαν την ομορφιά της, και από άντρες της εποχής της που την
ήθελαν δίπλα τους.
Η γιαγιά μου
έλεγε πολλά παραμύθια. Τα αγαπημένα μου; Η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα. Ξαπλώναμε
μαζί τα μεσημέρια και με νανούριζε με τα ίδια λόγια πάντα.
Η γιαγιά μου
μαγείρευε υπέροχα. Κανένας δεν θα φτιάξει ποτέ καλύτερη πίτα, κατημέρια ή μπιφτέκια.
Η γιαγιά μου
πάντα έκανε χαλβά σιμιγδαλένιο σε όποιον είχε γενέθλια. Στο ίδιο σκεύος, με την
ίδια νοστιμάδα. Ήταν επισήμως η οικογενειακή μας τούρτα.
Η γιαγιά μου ήταν
η πιο καλή νοικοκυρά. Το σπίτι ήταν πάντα καθαρό, τα παπλώματα θα ήταν αερισμένα
και η κουζίνα θα μοσχοβολούσε κάποιο από τα φαγητά της.
Η γιαγιά μου
κεντούσε. Συνέχεια και υπέροχα. Κεντούσε για εκείνη αλλά και για άλλους. Κάποτε
της ζήτησα να μου μάθει για να κεντάμε μαζί παρέα και μου έδωσε μια χαρτοπετσέτα και μου έδειξε πώς τα περνάω την βελόνα.
Η γιαγιά μου είχε
πολλές φίλες. Είτε θα ερχόταν κάποια φίλη της στο σπίτι για καφέ, είτε θα
μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο μαζί τους. Το σπίτι της θα γέμιζε τις γιορτές
κι εμείς θα χαιρόμασταν με το χαρτζιλίκι που θα μαζεύαμε από τους θείους.
Η γιαγιά μου ήταν
καλός και χαμογελαστός άνθρωπος. Πάντα άπλωνε το χέρι της ή άνοιγε το πορτοφόλι
της να βοηθήσει. Όλοι την αγαπούσαν και είχαν ένα καλό λόγο να πουν γι’αυτήν.
Η γιαγιά μου είχε
την πιο καλή καρδιά.
Η γιαγιά μου κάθε
μέρα, την ώρα που ήξερε ότι η μαμά μου έχει διάλειμμα στο σχολείο, έπαιρνε τον
θείο μου αγκαλιά και πήγαινε και στεκόταν έξω από το προαύλιο για να της κάνει
παρέα, όταν εκείνη δεν είχε φίλες για να παίξει.
Η γιαγιά μου
πάντα ερχόταν σπίτι με δώρα. Ρούχα, παιχνίδια, ακόμη και κοσμήματα. Ειδικές
παραγγελίες στα βραχιόλια και στα δαχτυλίδια για να χωράνε στα λιλιπούτεια
χέρια μου.
Η γιαγιά μου είχε
ετοιμάσει την προίκα του γάμου μου πριν καν μάθω τι είναι γάμος.
Η γιαγιά μου
έψαξε και βρήκε πάνες για την κούκλα μου που τόσο πολύ ήθελα να έχω.
Η γιαγιά μου
πάντα θα ερχόταν να με δει στις παραστάσεις χορού. Θα καμάρωνε και την άλλη
μέρα θα έλεγε σε όλους ότι ‘η εγγονή μου είναι η πρώτη μπαλαρίνα’. Με
αποκαλούσε ‘Κομανέτσι’ και στενοχωριόταν όποτε με έβλεπε να κυλιέμαι στο
Σύγχρονο. ‘Τα γόνατα σου δεν πονάνε κορίτσι μου;’, με ρωτούσε κάθε φορά με
αγωνία.
Η γιαγιά μου κάθε
Απόκριες γέμιζε το σπίτι της στολές για να διαλέξω αυτήν που μου αρέσει.
Η γιαγιά μου δεν
κουραζόταν ποτέ. Καθάριζε, μαγείρευε, πήγαινε για ψώνια, πήγαινε Εκκλησία, και
πάλι θα μας έκανε τα χατήρια. Πάντα θα έβρισκε χρόνο να με ξύσει στην πλάτη με
τα μακριά της νύχια που σε έκαναν να ανατριχιάζεις. Και δεν γκρίνιαζε ποτέ.
Η γιαγιά μου
κάποια στιγμή αρρώστησε...
Η γιαγιά μου
άρχισε να ξεχνάει. Στην αρχή ξεχνούσε το φαγητό στη φωτιά. Στην συνέχεια
ξεχνούσε και εμάς. Μα εμένα ποτέ. Εμένα δεν με ξέχασε και δεν με μπέρδεψε ποτέ
με κανέναν.
Η γιαγιά μου
ξέχασε και να κεντάει και να πλέκει. Κάποτε αποφάσισε να μου πλέξει έναν
σελιδοδείκτη και να μου τον στείλει. Δεν τον έπλεξε σωστά, έκανε λάθη με τους
κόμπους και η μαμά την μάλωνε. ‘Δεν τον έκανες καλά, είναι στραβός’, της έλεγε.
‘Σταμάτα μαμά, είναι τέλειος’, έλεγα εγώ. Δεν μιλούσε η γιαγιά. Για έναν μήνα
μου έπλεκε σελιδοδείκτες γιατί ξεχνούσε ότι μου είχε πλέξει ήδη άλλους.
Η γιαγιά μου
χαιρόταν να βλέπει τον γιο μου. ‘Ποιο είναι αυτό το όμορφο καλέ;’, ρωτούσε
πάντα. ‘Δικό μου γιαγιά’, έλεγα εγώ. ‘Αντέ καλέ! Εσύ είσαι μικρή, αδελφός σου
είναι;’, μου απαντούσε και γελούσαμε.
Η γιαγιά μου
σταμάτησε να προσέχει το σπίτι. Σταμάτησε να καθαρίζει, ξέχασε να μαγειρεύει
και κλείστηκε στο σπίτι.
Η γιαγιά μου μου
μιλούσε στο Skype πού
και πού. ‘Άντε πότε θα έρθεις; Πολύ έκατσες εκεί στην Αγγλία’, μου έλεγε. ‘Θα
έρθω και θα σου καθαρίσω το σπίτι’, της είπα μια φορά. ‘Θα έρθω και θα σου βάψω
τα νύχια’, της είπα μια άλλη. Ποτέ δεν τα έκανα. Ίσως βαρέθηκα. Ίσως πήγα για
καφέ με τις φίλες μου και δεν προλάβαινα. Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι της το
είπα και δεν το έκανα γιατί πίστεψα ότι είναι κάτι ασήμαντο. Αυτό το ασήμαντο
όμως είναι κάτι που δεν θα φύγει από την συνείδησή μου ποτέ. Αυτό το ασήμαντο
ήταν τόσο σημαντικό τελικά.
Η γιαγιά μου από
μικρή με ρωτούσε ‘θα προλάβω να σε δω νυφούλα;’. ‘Ναι γιαγιά μου’, της έλεγα.
Δεν κράτησα όμως την υπόσχεσή μου.
Η γιαγιά μου
έφυγε 7 μήνες πριν ντυθώ νυφούλα.
‘Υπάρχουν κάποιοι
άνθρωποι που όταν φεύγουν από αυτόν τον κόσμο προκαλούν τόση θλίψη, γιατί πολύ
απλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν ο κόσμος μας όλος’. Αυτά ήταν τα λόγια που έγραψα
στην μαμά μου για να την παρηγορήσω. Δεν περνάει όμως αυτός ο πόνος. Και δεν υπάρχει
μέρα που δεν θα σκεφτώ την γιαγιά μου και ο κόμπος στο λαιμό θα γίνει δάκρυα.
Λένε ότι όταν πεθάνει
η γιαγιά σου, πεθαίνει και η παιδική σου ηλικία. Πόσο αλήθεια είναι αυτό.
Ξαφνικά μεγάλωσα.
Ξαφνικά έγινα σκληρή και απόμακρη.
Γιατί δεν έχω πια
κανέναν να με ταχταρίσει. Γιατί δεν έχω κανέναν να μου κάνει κατημέρια. Γιατί
δεν έχω κανέναν να πάω μαζί του στον Άη Δημήτρη την Κυριακή. Γιατί δεν έχω
κανέναν να μου παραγγείλει το πιο ωραίο δαχτυλίδι της βιτρίνας στα μέτρα μου.
Γιατί δεν έχω κανέναν να μου πει την Χιονάτη για να κοιμηθώ. Γιατί δεν έχω
κανέναν να κάτσει δίπλα μου αμίλητος να μου κάνει παρέα καθώς θα κάνω τα
μαθήματά μου. Γιατί δεν έχω την γιαγιά μου εδώ, παρά μόνο αμέτρητες αναμνήσεις
και μυρωδιές. Και το χαμόγελό της. Αυτό το χαμόγελο...
Σ’αγαπάω πολύ και
για πάντα,
Η Ελισσαβούδα
σου.



Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου